-
1 τοκάς
τοκάς, άδος, ἡ, die Gebärende, die geboren hat od. zu gebären im Begriff ist; σύες ϑήλειαι τοκάδες, Saumütter zur Zucht, Ggstz στεῖραι, Od. 14, 16; Pol. 12, 4, 8; τοκάδος δέργμα λεαίνης, Eur. Med. 187; ἐκ τοκάδων διδασκομένη, Antp. Th. 38 (IX, 268); übh. fruchtbar, Sp., wie Strab.; – γενναίων ἐκ τοκάδων = τοκέων, Eur. Cycl. 42.
-
2 τοκας
-
3 τοκάς
τοκάςof: fem nom sg -
4 τοκάς
τοκάς, άδος ( τίκτω): σύες, having just littered, Od. 14.16†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τοκάς
-
5 τοκάς
τοκάς, άδος, ἡ, die Gebärende, die geboren hat od. zu gebären im Begriff ist; σύες ϑήλειαι τοκάδες, Saumütter zur Zucht, Ggstz στεῖραι; übh. fruchtbar -
6 τοκάς
ο пряжка (на обуви) -
7 τοκάς
A of or for breeding, brood,σύες θήλειαι τοκάδες Od.14.16
, cf. PSI4.379.21 (iii B. C.), PCair.Zen. 152 (iii B. C.), Plb.12.4.8, etc.;φόρος χηνῶν τοκάδων PPetr.3p.286
(iii B. C.);ὀρνείθων τελείων τοκάδων POxy.1207.9
(ii A. D.); prolific,γυναῖκες Str.4.1.2
; τοκάδα τὴν κεφαλὴν ἔχει, of Zeus, Luc.DDeor.9.1.2 having just brought forth, Eub.149;τ. λέαινα
with cubs,E.
Med. 187 (anap.);τ. κύνες
with pups,Call.
Dian.89 (τ. as Subst., mothers, AP9.268 (Antip. Thess.)); of goats, Theoc.8.63: rarely of women,ὅσαι δὲ τοκάδες ἦσαν E.Hec. 1157
; γενναίων τ' ἐκ τοκάδων born from noble mothers, Id.Cyc.42 (lyr.); τοκάδα τὰν.. Βάκχου his mother, Id.Hipp. 560 (lyr.); τ. κόνις one's motherland, Lyc.316. -
8 τοκάς,-άδος
ἡ N 3 0-1-0-0-0=1 1 Kgs 2,46i -
9 τοκάδα
τοκάςof: fem acc sg -
10 τοκάδας
τοκάςof: fem acc pl -
11 τοκάδες
τοκάςof: fem nom /voc pl -
12 τοκάδος
τοκάςof: fem gen sg -
13 τοκάδων
τοκάςof: fem gen pl -
14 τοκήεσσα
-
15 τόκα
-
16 κατακύλλωμα
II metaph., turning-point: hence, extreme point, = τὸ πέρας τῶν κακῶν, Phot., Suid. (post τοκάς), cf. EM761.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακύλλωμα
-
17 τοκίς
-
18 ὗς
ὗς (A), ὗν, gen. ὑός [pron. full] [ῠ]; or σῦς, σῦν, gen. σῠός, ὁ and ἡ: Hom. prefers σῦς, and uses ὗς only metri gr.: in Hdt. and [dialect] Att. ὗς is the prevailing form, as also at Rhodes, IG12(1).905, Myconos, SIG1024.16(iii/ii B. C.), etc., and ὑῶν ὄρος is an Argive place-name, ib.56.25 (V B.C.);Aὖς Alc.99
(s.v.l.); both forms in Pi., v. infr.; ὗς in PCair.Zen. 462.7 (iii B. C.), LXXLe.11.7, al. ( σῦς only as v. l. in Ps.79(80).14), and Plb.8.29.4, 31.14.3, 34.8.8 ( συναγρειον f.l. in 8.26.10, B.-W. ii Praef. p.lxxvii); but σῦς (acc. σῦν ) in IG5(1).1390.34, al. (Andania, i B. C.): pl., nom. ὕες, σύες; acc. ὕας, σύας, [dialect] Att.ὗς Pl.Tht. 166c
, Plb.12.4.5,8, GDI5633.9 ([place name] Clazomenae ) (σῦς Od.14.107
); gen. ὑῶν, συῶν; dat. ὑσί (συσί Il.5.783
, 7.257), but [dialect] Ep. alsoὕεσσι Od.13.410
, σύεσσι (v. infr.):—the wild swine, of the boar,σῦν ἄγριον ἀργιόδοντα Il.9.539
, cf. 8.338, al.;ἀργοτέρῳ συΐ καπρίῳ 11.293
;ἀγροτέροισι σύεσσιν ἐοικότε 12.146
;ἀργιόδοντος ὑός 10.264
; also called σῦς κάπριος or κάπρος, v. sub vocc.; cf. also χλούνης; of the sow,συὸς ληϊβοτείρης Od.18.29
;ὗς ἄγριος Hdt.4.192
, cf. X.Cyr.1.6.28, etc.; ὕες (v.l. ὗς) .2 of the domesticated animal, Od. 14.14; the hogs being eaten,ὕες θαλέθοντες ἀλοιφῇ Il.23.32
; they were fed on acorns, Od. 10.243; also on μῆλα πλατανίστινα, Gal.6.597; sus foeta,Luc.
Lex.6, cf. Od. 14.16;ὗς ἐπίτεξ Alciphr. 3.73
.3 provs., Βοιωτία ὗς, of stupidity (cf. συοβοιωτοί), Pi.O.6.90, cf. Fr.83 ([etym.] σύας) ; ὗς ποτ' Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισεν (or more shortly ἡ ὗς τὴν Ἀθηνᾶν, Lat. sus Minervam, Plu.Dem. 11), of dunces setting themselves up against wise men, Theoc.5.23;οὐκ ἂν πᾶσα ὗς γνοίη Pl. La. 196d
; ὗς διὰ ῥόδων 'a bull in a china-shop', Crates Com.4; ὗς ἐκώμασε, of arrogant and insolent behaviour, Theognost.Can.24; ὗς ὑπὸ ῥόπαλον δραμεῖται, of one who runs wilfully into destruction, Dinoloch.14; παχὺς ὗς ἔκειτ' ἐπὶ στόμα (cf. βοῦς VIII) Men.21; λύσω τὴν ἐμαυτῆς ὗν I will give my rage vent (' go the whole hog'), Ar.Lys. 684.II = ὕαινα 11, Epich.68, Archestr.Fr.22.1.III v. ὕσγη. (Cf. Lat. σῡς, OE. sú, sw-in: perh. I.-E. sū-s fem. 'mother', cf. Skt. sū-s 'mother', sū-te 'bring forth (young)'; change of meaning as in Polish maciora (1) 'mother', (2) 'sow', and in Sardinian mardi 'sow', from mater; Skt. sū-s is also masc., and σῦς is difficult.)------------------------------------ὗς (B), [dialect] Dor. for οἷ,A whither, IG4.498.4 (Mycenae, ii B. C.).
См. также в других словарях:
τοκάς — of fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκάς — (I) άδος, ή, και κατά τον Ησύχ. λακων. τ. πληθ. τοκάδερ Α (συν. για ζώο και σπάν. για πρόσ.) 1. αυτή που πρόκειται να γεννήσει, ετοιμόγεννη 2. αυτή που μόλις έχει γεννήσει («κύνες τοκάδες», Καλλ.) 3. γόνιμη, καρπερή 4. μητέρα («τοκάδα τὰν...… … Dictionary of Greek
τόκας — και τόκλας, ο, Ν στρογγυλή πέτρα που χρησιμοποιείται ως στόχος στο παιχνίδι αμάδες, αλλ. μπουλούκος, πλούκος, μπίτσος, μούτσος ή φίτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccare «πιάνω, αγγίζω»] … Dictionary of Greek
τοκάς — ο βλ. τόκα, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοκάδα — τοκάς of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκάδας — τοκάς of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκάδες — τοκάς of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκάδος — τοκάς of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκάδων — τοκάς of fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Marios Tokas — (Μάριος Τόκας) Bust of Marios Tokas, in Nicosia Cyprus Background information Born June 8, 1954( … Wikipedia
τοκάδα — η, Ν ο τοκάς (II). [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. τοκάδ ες τού τοκάς (ΙΙ)] … Dictionary of Greek